- Πραξιδίκας
- Πραξιδίκᾱς , Πραξιδίκηshe who exacts penaltiesfem acc plΠραξιδίκᾱς , Πραξιδίκηshe who exacts penaltiesfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAXIDICE — nympha ex Tremilo filium habuit Cragum, qui Lyciae monti nomen dedit, Steph. Suidas in Πραξιδίκη: Διονύσιος δε, εν κτίσεσιν, Ω᾿᾿γόγου ῾φησἲ θυγατέρες. Α᾿λαλκομενίαν, Θελξίνειαν, Αὐλίδα, ἃςὕςτερον Πραξιδίκας ὠνομαςθῆναι. Earum aedem et iusiurandum … Hofmann J. Lexicon universale
Θελξινόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωγύγη που επιφορτίστηκε με την ανατροφή της Αθηνάς μαζί με τις αδελφές της Αλαλκομένεια και Αυλίδα. Τις ονόμασαν Πραξιδίκας, από την προσωνυμία Πραξιδίκη, που αποδιδόταν στη θεά. 2. Μια από τις τέσσερις… … Dictionary of Greek